Εμπορική Δραστηριότητα
Η Γαληνότατη βάσιζε την οικονομία της στο εμπόριο. Στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα όμως πολλές ιδιωτικές τράπεζες της Βενετίας πτώχευσαν όταν οι πατρίκιοι εγκατέλειψαν το ναυτικό βίο και στράφηκαν στην εκμετάλλευση της ιταλικής ενδοχώρας ως γαιοκτήμονες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη στενότερη εξάρτηση της βενετικής οικονομίας από τους ξένους εμπόρους, γεγονός το οποίο ενίσχυσε τους δεσμούς με το ελληνικό στοιχείο. Υπολογίζεται ότι το 16ο αιώνα στο λιμάνι της Βενετίας κατέπλεαν 15-20 πλοία προερχόμενα από τις ελληνικές περιοχές της Aνατολής.
Από τα εμπορικά εγχειρίδια που τυπώθηκαν στη Βενετία και από τα συμβόλαια που συνάφθηκαν προκύπτουν πολλά στοιχεία για το εμπόριο. Χαρακτηριστικό της εμπορικής δραστηριότητας υπήρξε η οργάνωσή της -τις πιο πολλές φορές-σύμφωνα με το θεσμό της "συντροφίας" ή "κομπανίας". Αυτή απαρτίζονταν από τους κύριους μετόχους και πλαισιώνονταν από ένα δίκτυο πρακτόρων, οι οποίοι έρχονταν σε επαφή με τους παραγωγούς για την προμήθεια κυρίως αγροτικών προϊόντων από την περιφέρεια ή αντίστροφα για τη διάθεση δυτικών βιοτεχνικών προϊόντων στις αγορές με τις οποίες συναλλάσσονταν.
Οι Έλληνες έμποροι, οι οποίοι συναλλάσσονταν με τη Βενετία, ακολουθούν την πρακτική της ασφαλιστικής σύμβασης από το τέλος του 16ου αιώνα, όπως αποδεικνύουν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια φορτίων και πλοίων που φυλάσσονται στο παλαιό αρχείο της Αδελφότητας.
Οι έμποροι συνεργάζονταν με διάφορους παραγωγούς και άλλους εμπόρους σε διάφορες περιοχές, τόσο εντός όσο και εκτός του κράτους της Βενετίας. Ενδεικτικά, συνεργάζονταν με παραγωγούς αγροτικών προϊόντων για την προμήθεια αγαθών όπως σιτηρά και λάδι, ενώ παράλληλα εμπορεύονταν δυτικά βιοτεχνικά προϊόντα, όπως υφάσματα και δέρματα, που προέρχονταν από άλλες ευρωπαϊκές χώρες . Αυτή η συνεργασία με ξένες εμπορικές εταιρείες και παραγωγούς δείχνει την πολυδιάστατη και διακρατική φύση των εμπορικών τους δραστηριοτήτων.
Προϊόν εμπορεύσιμο ήταν και το βιβλίο, το οποίο υπαγόταν στο γενικό εμπόριο της εποχής, κυρίως σε σχέση με τη ζήτηση που παρουσιαζόταν. Οι έμποροι προμηθεύονταν βιβλία για τα οποία τις περισσότερες φορές είχαν ήδη βρει αγοραστές.
Στους σημαντικούς Έλληνες εμπόρους της Αδελφότητας που συσσώρευσαν κεφάλαιο και απέκτησαν ιδιοκτησία στη Βενετία περιλαμβάνονται οι οικογένειες των Κουβλήδων και των Σαμαριάρηδων, καθώς και ο πλοιοκτήτης Ανδρέας Κουρκουμέλης, ο οποίος συνεργαζόταν και με ξένες εμπορικές εταιρείες.
Στα τέλη του 17ου αιώνα οι Έλληνες έμποροι εμφανίζονται ενταγμένοι στα βενετικά συλλογικά επαγγελματικά όργανα και τον 18ο αιώνα, σύμφωνα με αρχειακά στοιχεία, οι σημαντικές εμπορικές επιχειρήσεις Ελλήνων φτάνουν τις 45. Κάποιοι από αυτούς αποκτούν τέτοια οικονομική επιφάνεια, που τους εντάσει στα ανώτερα στρώματα της τοπικής κοινωνίας. Κατορθώνουν γρήγορα να ενσωματωθούν διατηρώντας όμως στο ακέραιο την ταυτότητά τους. Η παρουσία τους αφήνει το στίγμα της στη ζωή της Βενετίας, τις επιστήμες, τα γράμματα και την αρχιτεκτονική.
Η παρουσία των ναυτικών-εμπόρων στα πράγματα της Αδελφότητας ήταν σημαντική, καθώς συνέβαλαν γενναιόδωρα στην οικονομική της στήριξη. Επιπλέον συμμετείχαν ενεργά στη διοίκησή της. Πλήθος ναυτικών καταγράφονται στα μέλη της Aδελφότητας της πόλης, εργάζονται σε ελληνικά ή και βενετικά πλοία και το όνομά τους συνοδεύει η ένδειξη "patron di nave" (καραβοκύρης ή καπετάνιος).
Αυτοί οι έμποροι-ναυτικοί συνδύαζαν τις γνώσεις και τις δεξιότητες του εμπορίου με την εμπειρία της ναυσιπλοΐας, δημιουργώντας έναν δυναμικό επαγγελματικό κλάδο που ενίσχυσε την οικονομική και κοινωνική παρουσία των Ελλήνων στη Βενετία.
H άνθηση της ελληνικής παροικίας, η οποία επιλέγει ως πολιούχο της τον Aγ. Νικόλα των Ναυτικών, συνδέθηκε άμεσα με το εμπόριο και τη ναυσιπλοΐα, ωστόσο οι Έλληνες λόγω της νέας πολιτικής συγκυρίας κατά το 19ο αιώνα, εγκαταλείπουν τη Βενετία και επιλέγουν άλλους τόπους εγκατάστασης και δράσης.